- ἀλεξίχορος
- ἀλεξί-χορος, ον,A helping or favouring the chorus,
ἀοιδαί IG3.171c17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀοιδαί IG3.171c17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλεξίχορος — ἀλεξίχορος, ον (Α) (τραγούδι) που βοηθεί ή ευνοεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + χορός] … Dictionary of Greek
ἀλεξιχόροισιν — ἀλεξίχορος helping masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek